- πλήγωμα
- τό1) ранение, нанесение раны; 2) перен. нанесение обиды, причинение огорчения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλήγωμα — το, ατος 1. τραυματισμός. 2. μτφ., ψυχικός πόνος, προσβολή, ηθικός τραυματισμός: Το πλήγωμα αυτό κλόνισε την υγεία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλήγωμα — το, Ν (κυριολ. και μτφ.) η ενέργεια κα το αποτέλεσμα τού πληγώνω, τραυματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
ούτησις — οὔτησις, ἡ (Α) [ουτάω] (κατά τον Ζωναρ.) πλήγωμα … Dictionary of Greek
πληγωματιά — η, Ν πληγή, τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήγωμα, ατος + κατάλ. ιά, κατά το λαβωματ ιά] … Dictionary of Greek
τραυματισμός — ο, ΝΜΑ [τραυματίζω] πρόκληση σωματικής βλάβης από εξωτερική βία που προσβάλλει ταυτόχρονα την ανατομική υφή, τη μορφολογία και τη λειτουργία ιστών και οργάνων τού ανθρώπινου σώματος, πλήγωμα νεοελλ. μτφ. ηθικό ή ψυχικό πλήγμα αρχ. φρ. «Περὶ… … Dictionary of Greek
τραυματισμός — ο 1. πλήγωμα, λάβωμα (κυριολ. και μτφ.): Τραυματισμός στη μάχη. – Ψυχικός τραυματισμός. 2. κάθε κάκωση του σώματος από εξωτερική βία: Είναι μονόφθαλμος από τραυματισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρώση — η τραυματισμός, πλήγωμα, λάβωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)